ακαλαίσθητος

ακαλαίσθητος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει καλαισθησία, κακόγουστος: Ξέρω πως είναι άνθρωπος ακαλαίσθητος.
2. (για πράγματα), αυτός που δεν είναι φτιαγμένος με γούστο: Ακριβά τα έπιπλα, αλλά ακαλαίσθητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακαλαίσθητος — η, ο 1. όποιος δεν έχει καλαισθησία, δεν έχει την ικανότητα να ξεχωρίζει, να απολαμβάνει το πραγματικά ωραίο «ακαλαίσθητος άνθρωπος» 2. όποιος έχει κατασκευαστεί χωρίς καλαισθησία, ο άκομψος, ο κακότεχνος «ακαλαίσθητο σπίτι». [ΕΤΥΜΟΛ. < α… …   Dictionary of Greek

  • κακότεχνος — η, ο (AM κακότεχνος, ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα») νεοελλ. (για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης μσν. 1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες 2. (για βιβλίο) …   Dictionary of Greek

  • άκομψος — η, ο (Α ἄκομψος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν είναι κομψός, άχαρος, ακαλαίσθητος αρχ. 1. αστόλιστος, ακαλλώπιστος 2. αγροίκος, άξεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κομψός. ΠΑΡ. νεοελλ. ακομψία] …   Dictionary of Greek

  • ακαλαισθησία — η [ακαλαίσθητος] η έλλειψη καλαισθησίας, καλού γούστου …   Dictionary of Greek

  • απειρόκαλος — ἀπειρόκαλος, ον (AM) 1. αυτός που αγνοεί το ωραίο, ακαλαίσθητος, χυδαίος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειρόκαλον η απειροκαλία αρχ. επίρρ. ἀπειροκάλως 1. ακαλαίσθητα 2. ανόητα, βεβιασμένα …   Dictionary of Greek

  • βάνδαλος — ο 1. εκείνος που ανήκει στο βανδαλικό έθνος 2. αγροίκος, ακαλαίσθητος, που καταστρέφει έργα τέχνης, βάρβαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. Vandal < λατ. Vandalus < (γερμ.) *Wandaĭ «Βάνδαλος». Οι Βάνδαλοι, γερμανικός… …   Dictionary of Greek

  • δύσμουσος — δύσμουσος, ον (Α) κακότεχνος, ακαλαίσθητος …   Dictionary of Greek

  • εναπειροκαλώ — ἐναπειροκαλῶ ( έω) (Α) είμαι απειρόκαλος, ακαλαίσθητος, δεν έχω καλαισθησία σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • κακόμουσος — η, ο (Α κακόμουσος, ον) ελλιπής στη μουσική, άμουσος, ακαλαίσθητος. επίρρ... κακομούσως με κακόμουσο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. ποικιλό μουσος, φιλό μουσος] …   Dictionary of Greek

  • χοντροδουλεύω — Ν 1. κάνω ένα σκληρό επάγγελμα 2. φτειάχνω κάτι βιαστικά και κακότεχνα 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χοντροδουλεμένος, η, ο ακαλαίσθητος, κατεργασμένος με άκομψο και άτεχνο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”